- τελειώνοντας..
- per acabar..
Griechisch-Katalanisch Wörterbuch.
Griechisch-Katalanisch Wörterbuch.
Μετέωρα — Συγκρότημα μοναστηριών χτισμένων στην κορυφή απότομων και ξεκομμένων μεταξύ τους βράχων, διάσπαρτων σε μια έκταση περίπου τριάντα τ. χλμ., ανάμεσα στα όρη Χάσια, Αντιχάσια και Κόζιακας, του νομού Τρικάλων, στο σημείο ακριβώς, όπου ο Πηνειός… … Dictionary of Greek
πρόκριτος — η, ο / πρόκριτος, ον, ΝΜΑ [προκρίνω] νεοελλ. μσν. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οι πρόκριτοι οι προύχοντες, οι προεστοί («τελειώνοντας ο πόλεμος, συνάχτηκαν και οι πρόκριτοι τών χωριών τής Άρτας», Μακρυγιάννης) αρχ. 1. (ιδίως για υποψηφίους που… … Dictionary of Greek
σύγχροτρο — Λέγεται και συγχροτρόνιο. Επιταχυντική διάταξη, η οποία μπορεί να προσδώσει σε σωματίδια και πυρήνες ατόμων υψηλότερες ενέργειες από εκείνες που πετυχαίνονται με άλλους επιταχυντές (από εκατοντάδες μεγαηλεκτρονιοβόλτ MeV έως δεκάδες… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
Λάνκαστερ, Μπαρτ — (Burt Lancaster, Νέα Υόρκη 1913 – Λος Άντζελες 1994). Αμερικανός ηθοποιός και παραγωγός του κινηματογράφου. Πρωταγωνιστής των χρυσών δεκαετιών του Χόλιγουντ –κυρίως 1940 και 1950– ο Λ. κατάφερε να συνδέσει το όνομά του με ορισμένες από τις πιο… … Dictionary of Greek
Σουράνι, Μικλός — Τσέχος διηγηματογράφος και κωμωδιογράφος (Φελσομιντζέντ 1882 Βουδαπέστη 1936). Τελειώνοντας τις νομικές του σπουδές εργάστηκε ως δημοσιογράφος στη Βουδαπέστη και από το 1908 έως το 1918 ήταν αρχειοφύλακας της πόλης Μαραμάρος. Το 1918 ξαναγύρισε… … Dictionary of Greek
Χαλεπάς, Γιαννούλης — (Πύργος, Τήνος 1851 – Αθήνα 1938). Έλληνας γλύπτης. Γεννημένος στο χωριό που έδωσε τους περισσότερους καλλιτέχνες του 19ου αι. και από πατέρα μαρμαρογλύπτη, πήγε μικρός στη Σύρο για να μάθει γράμματα, αναγκασμένος από την πίεση του πατέρα του που … Dictionary of Greek
Χόνεκερ, Έριχ — (Honecker, 1912 – ;). Πρόεδρος του Κρατικού Συμβουλίου της πρώην ΓΛΔ (1976 89) και Γενικός Γραμματέας της KE του Ενωτικού Σοσιαλιστικού Κόμματος. Ανατράφηκε σε μια πολύτεκνη οικογένεια ανθρακορύχων. Η επιρροή του πατέρα του –στελέχους του… … Dictionary of Greek